ἀποτίλματα

ἀποτίλματα
ἀπότιλμα
piece plucked off
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απότιλμα — ἀπότιλμα, το (Α) [αποτίλλω] αυτό που προέρχεται από το μάδημα, μαδημένο μαλλί («γραιᾱν ἀποτίλματα πηρᾱν», Θεόκρ. ξέφτια από παλιοσακούλες) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”